- ἀνατρεπτικῶν
- ἀνατρεπτικόςturning upside downfem gen plἀνατρεπτικόςturning upside downmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δελμούζος, Αλέξανδρος — (Άμφισσα 1880 – Αθήνα 1956). Εκπαιδευτικός. Υπήρξε υπέρμαχος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και του δημοτικισμού. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά στη Γερμανία. Οι παιδαγωγικές του αντιλήψεις, βάσει των οποίων… … Dictionary of Greek
Δούκας, Μιχαήλ — (18ος αι.).Λόγιος. Καταγόταν από τη Σιάτιστα. Έζησε στη Βιέννη, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας. Μετέφρασε πολλά βιβλία από τα γερμανικά, αλλά τη δραστηριότητά του ανέκοψε η απέλασή του από τις αυστριακές αρχές, με την κατηγορία της… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek